βιβλιόσημο

βιβλιόσημο
το
1. κινητό επίσημα ιδιοκτησίας ενός βιβλίου, στην εσωτερική όψη του εξωφύλλου, έντυπο ή φωτογραφημένο
2. ένσημο στα σχολικά βιβλία για την είσπραξη φόρου υπέρ του Δημοσίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βιβλιόσημο — το ένσημο ειδικό για βιβλία: Το ελληνικό δημόσιο επικολλούσε βιβλιόσημο στα παλιότερα σχολικά βιβλία, για να εισπράττει φόρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”